θαλεροῦ

θαλεροῦ
θαλερός
stout
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ξυλοκάστρου, δήμος — Δήμος του νομού Κορινθίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Άνω Τρικάλων, Γελινιατίκων, Δένδρου, Ζεμενού, Θαλερού, Θροφαρίου, Καμαρίου, Καρυάς, Κάτω Λουτρού,… …   Dictionary of Greek

  • θαλερότητα — η ιδιότητα του θαλερού: Αυτός ο γέρος έχει τη θαλερότητα ενός νέου. – Θαλερότητα των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”